Τα σημεία στίξης
Η
στίξη ως σχόλιο: Όταν μιλάμε σταματάμε και σιωπάμε κάθε τόσο, κατά το νόημα ή για να πάρουμε
ανάσα, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο, ανάμεσα στις λέξεις ή ομάδες από
λέξεις, προτάσεις και περιόδους. Πρόκειται για ένα σύνολο από «σημάδια» που
χρησιμοποιούμε στο γραπτό λόγο και μας βοηθούν να τον διευθετήσουμε σωστά και
να τον ζωντανέψουμε, κάνοντας διάφορες παύσεις και χρωματίζοντας τον τόνο της
φωνής μας ανάλογα με το μήνυμα που επιδιώκεται να σταλεί. Με τα σημεία στίξης
δίνεται η ανάλογη κύμανση στη φωνή μας (επιτονισμός). Η γραφή που αποδίδει την ομιλία μας
είναι αδύνατο να καθρεφτίσει όλη την ποικιλία του χρωματισμού της φωνής μας.
Για να λείψει, ωστόσο, αυτή η δυσκολία χρησιμοποιούνται μερικά σημάδια, που
βοηθούν να ζωντανέψει κάπως ό,τι είναι γραμμένο, σταματώντας κατά το νόημα. Τα
σημάδια αυτά λέγονται σημεία στίξης. [Από το αρχαίο ελληνικό στίζω = κεντώ,
χαράζω, τρυπώ, βάζω σημαδάκι]
→ Τα σημεία στίξης
χωρίζονται σε παυστικά (ή
συντακτικά) και σε σχολιαστικά
(ή κειμενικά).
Παυστικά είναι αυτά που οριοθετούν λέξεις,
φράσεις, προτάσεις ή περιόδους. Σχολιαστικά είναι
αυτά που λειτουργούν ως σχόλιο, που σχολιάζουν δηλαδή λέξεις, φράσεις,
προτάσεις ή περιόδους. Κάποια, βέβαια, σημεία στίξης μπορούν να λειτουργήσουν
και ως παυστικά και ως σχολιαστικά.
Ακολουθούν τα σημεία στίξης και ο
τρόπος που χρησιμοποιούνται:
Τελεία (.)
παυστικό σημείο στίξης: σχετικά μεγάλο
σταμάτημα της φωνής.
Τοποθετείται στο τέλος κάθε περιόδου, όπου και όταν
ολοκληρώνεται ένα νόημα,
- για τη σύντμηση λέξεων, στους αριθμούς για τη διάκριση
χιλιάδων, εκατοντάδων χιλιάδων κ.λπ. (Η αμοιβή του ήταν 10.000 Ευρώ.)
και σε κάποιες συντομογραφίες (π.χ., μ.Χ.
κ.λπ.).
- Μπορεί να χρησιμοποιηθεί τελεία μετά από ένα απόλυτο
αριθμητικό για να νοηθεί ως τακτικό.
Η τελεία
και τα άλλα σημεία της στίξης: Όταν υπάρχουν εισαγωγικά στο κείμενο, η τελεία σημειώνεται πάντα έξω από
αυτά. Το ίδιο ισχύει στις περιπτώσεις χρήσης παρενθέσεων και αγκυλών. Ωστόσο,
όταν μέσα στην παρένθεση υπάρχει ολόκληρη περίοδος, τότε η τελεία σημειώνεται
μέσα στην παρένθεση.
Άνω τελεία (·)
παυστικό σημείο στίξης: σταμάτημα της φωνής λίγο μικρότερη από την τελεία και
λίγο μεγαλύτερη από το κόμμα.
Τοποθετείται: για να φτιάξουμε ημιπεριόδους, δηλαδή για να συνδέσουμε δύο κομμάτια μιας
περιόδου που είναι συνδεδεμένα νοηματικά και έχουν κάποια σχετική αυτοτέλεια.
Ειδικότερα η άνω τελεία μπαίνει:
1. Μέσα στην περίοδο χωρίζει ομάδες από προτάσεις. Οι προτάσεις αυτές
χωρίζονται μεταξύ τους με κόμματα.
2. Στο εσωτερικό μιας φράσης χωρίζει δυο μέρη της που σχετίζονται μεταξύ
τους, αλλά και που έχουν διαφορές, ιδίως όταν το δεύτερο επεξηγεί ή έρχεται σε
αντίθεση με το πρώτο.
Η άνω
τελεία και τα άλλα σημεία της στίξης:
Όταν υπάρχουν στην πρόταση εισαγωγικά ή παρένθεση, η άνω τελεία σημειώνεται
έξω από την παρένθεση ή τα εισαγωγικά.
Κόμμα (,)
παυστικό σημείο στίξης: μικρότερο σε σχέση με την
τελεία σταμάτημα της φωνής.
Τοποθετείται :
1. Όταν έχουμε ασύνδετο
σχήμα, όταν δηλαδή παρατάσσονται είτε
ασύνδετες λέξεις ή φράσεις, είτε όμοιες προτάσεις.
2. Στην παρατακτική αντιθετική
σύνδεση, και κυρίως πριν από τον αντιθετικό σύνδεσμο«αλλά».
3. Στις κύριες παρενθετικές προτάσεις, πριν και μετά από αυτές.
3. Στις κύριες παρενθετικές προτάσεις, πριν και μετά από αυτές.
4.Στις παρενθετικές φράσεις
5.Στην υποτακτικήσύνδεση:
• Πριν από τις δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις, όταν η δευτερεύουσα πρόταση δηλώνει κάποια επιρρηματική σχέση (αιτία, χρόνο, υπόθεση κ.λπ)
• Πριν από τις δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις, όταν η δευτερεύουσα πρόταση δηλώνει κάποια επιρρηματική σχέση (αιτία, χρόνο, υπόθεση κ.λπ)
• Στις δευτερεύουσες
ονοματικές προτάσεις, βάζουμε κόμμα μόνο όταν αυτές έχουν θέση ονοματικού προσδιορισμού και
ειδικότερα επεξήγησης.
• Στις δευτερεύουσες
αναφορικές προτάσεις βάζουμε κόμμα.
Δεν βάζουμε κόμμα στις υπόλοιπες
περιπτώσεις:
- στις επιρρηματικές που προσδιορίζουν άμεσα το ρήμα
- στις ελεύθερες ονοματικές αναφορικές που έχουν θέση υποκειμένου,
αντικειμένου ή κατηγορούμενου,
- στις επιθετικές αναφορικές που είναι προσδιοριστικές/περιοριστικές (η
πληροφορία αναγκαία για τον προσδιορισμό-κατανόηση της λέξης στην οποία
αναφέρεται),
-Στην επεξήγηση ή παράθεση, πριν και μετά τη λέξη.
- Στους αριθμούς για τη διάκριση των δεκαδικών ψηφίων.
-Στην επεξήγηση ή παράθεση, πριν και μετά τη λέξη.
- Στους αριθμούς για τη διάκριση των δεκαδικών ψηφίων.
-Στο αναφορικό«ό,τι».
-Στη κλητική προσφώνηση
- Στα προτασιακά-κειμενικά επιρρήματα ή μόρια, αν βρίσκονται μέσα στην πρόταση, πριν και μετά από αυτά.
-Στη κλητική προσφώνηση
- Στα προτασιακά-κειμενικά επιρρήματα ή μόρια, αν βρίσκονται μέσα στην πρόταση, πριν και μετά από αυτά.
- Τους όρους μιας
πρότασης που συνδέονται με τους συνδέσμους μήτε, ούτε, όταν
είναι περισσότεροι των δυο.
- Τον σύνδεσμο και, όταν αυτός έχει σημασία συνδέσμου που
χρειάζεται κόμμα.
Το κόμμα
και τα άλλα σημεία της στίξης:
Όταν παραθέτουμε τα λόγια κάποιου άλλου σε εισαγωγικά, σημειώνουμε το κόμμα
έξω από τα εισαγωγικά μόνο όταν το απαιτεί η πρόταση. Αντίθετα, δεν χωρίζουμε
με κόμμα τις παρένθετες προτάσεις, μικρές ή μεγάλες, που δηλώνουν ποιος είπε τα
λόγια που βρίσκονται στα εισαγωγικά. Αν, όμως, αυτού του είδους οι προτάσεις
υπάρχουν σε διαλόγους χωρίς εισαγωγικά (εισάγονται δηλαδή με παύλες), χρησιμοποιούνται
πάντα με κόμμα. Τέλος, δεν σημειώνεται κόμμα αμέσως μετά το ερωτηματικό και το
θαυμαστικό.
Θαυμαστικό (!)
παυστικό που δηλώνει το τέλος πρότασης, άρα σταμάτημα της φωνής, όπως και
στην τελεία, και έντονος τόνος και κυρίως σχολιαστικό σημείο στίξης.
Τοποθετείται:
α) στις επιφωνηματικές προτάσεις για να δηλώσουμε κάποιο
συναίσθημα ή ύστερα από ένα επιφώνημα ή μια έκφραση που δηλώνει θαυμασμό,
προσταγή, χαρά, ελπίδα, φόβο, ένα ξαφνικό αίσθημα, πάθος ή άλλο συναίσθημα.
β) σε προστακτικές προτάσεις
γ) σε προσφωνήσεις προσώπων σε ελλειπτικές προτάσεις
δ) για να δώσουμε έμφαση
ε) για να δηλώσουμε ειρωνεία ή αμφισβήτηση για κάτι που
μοιάζει απίστευτο, εξωπραγματικό ή ανόητο [επισήμανση: όταν αναφέρεται σε λέξη
μόνο της πρότασης, τότε μπαίνει σε παρένθεση
στ) σε προτάσεις ερωτηματικού τύπου, κυρίως επιφωνηματικές
Το
θαυμαστικό και τα άλλα σημεία της στίξης:
Το θαυμαστικό σημειώνεται μέσα από τα εισαγωγικά όταν ανήκει στα λόγια που
κλείνονται σ' αυτά, και έξω από αυτά όταν ανήκει στο κείμενο που εισάγει τα
ξένα λόγια.
Ερωτηματικό (;)
παυστικό που δηλώνει το τέλος πρότασης, άρα σταμάτημα της φωνής, όπως και
στην τελεία, και έντονος ερωτηματικός τόνος και κυρίως σχολιαστικό σημείο
στίξης.
Τοποθετείται:
α) Στο τέλος ευθείας ερωτηματικής πρότασης, όπου
δηλώνει απορία ή αμφιβολία και χρειάζεται να δοθεί απάντηση, προκειμένου να
πάρουμε κάποια χρήσιμη πληροφορία.
β) Στις ρητορικές ερωτήσεις. Οι
ερωτήσεις αυτές δεν περιμένουν απάντηση, διότι ερωτούν για κάτι που θεωρείται
αυτονόητο, οπότε η ρητορική ερώτηση αντιστοιχεί με ισχυρή κατάφαση-απόφανση
αυτού που ρωτάει. Επίσης, μέσω της ρητορικής ερώτησης, ο ερωτών εκφράζει την
προσωπική του άποψη ή στάση σχετικά με την ερώτηση που θέτει. Τέλος, συχνά
διατυπώνουμε μια ρητορική ερώτηση και δίνουμε απάντηση με αυτό που η ίδια η
ερώτηση υπονοεί.
γ) Στις ερωτήσεις παράκλησης ή
προσταγής. Είναι οι ερωτήσεις που κάνουμε σε κάποιον, προκειμένου να τον
παρακαλέσουμε να κάνει κάτι, να τον παροτρύνουμε για κάτι ή να τον προστάξουμε
να κάνει κάτι, εκφράζοντας τη δυσφορία και αγανάκτησή μας.
δ) Για να δηλώσει σχόλιο: ειρωνεία ή αμφιβολία ή
αμφισβήτηση. Και αν αναφέρεται σε λέξη μέσα στην πρόταση, μπαίνει σε παρένθεση.
Εισαγωγικά (« »)
σχολιαστικό σημείο στίξης.
Τοποθετείται:
α) για να παρατεθεί επακριβώς κάτι που έχει πει κάποιος
άλλος σε ευθύ λόγο.
β) για να δηλωθεί ότι μια λέξη που χρησιμοποιείται έχει
μεταφορική σημασία, της προσδίδεται δηλαδή μια ιδιαίτερη σημασία ή απόχρωση
νοήματος.
γ) για να επισημανθεί και να δοθεί έμφαση σε μια λέξη.
δ) για να φανεί αποστασιοποίηση από κάτι.
ε) για να αναφερθούν λέξεις ή φράσεις που δεν ανήκουν
στην κοινή γλώσσα.
στ) για να γίνει εστίαση στον όρο-σημασία-περιεχόμενο μιας
λέξης ή φράσης.
ζ) για να ενταχθεί στο λόγο μια ξένη λέξη.
η) για να αποδοθούν τίτλοι βιβλίων, θεατρικών και
κινηματογραφικών έργων, εφημερίδων, ομάδων ή επιγραφές και επικεφαλίδες.
θ) για τους διαλόγους, όταν δεν γίνεται
χρήση της παύλας (για να διακρίνονται τα πρόσωπα) ή για τους εσωτερικούς
διαλόγους.
Αποσιωπητικά (…)
παυστικό (σταμάτημα της φωνής, παύση σχετικά μεγάλη) και κυρίως σχολιαστικό
σημείο στίξης.
Τοποθετείται:
α) για να δηλωθεί πως κάτι το αποσιωπούμε σκόπιμα, πως
δεν θέλουμε να αναφερθεί.
β) για να δηλώσουμε κάποιο συναίσθημα ή και σχόλιο,
π.χ. θαυμασμό, ειρωνεία, συγκίνηση, φόβο, δισταγμό, ντροπή, περιφρόνηση, απειλή
κτλ., για όσα θα σημειωθούν αμέσων κατόπιν.
γ) για να υπονοηθεί ή να δηλωθεί πως
ακολουθούν και άλλα παρόμοια στοιχεία, τα οποία για συντομία δεν τα αναφέρουμε
(λειτουργεί, τότε, όπως το «κ.λπ»).
δ) για να δηλωθεί κάποιο υπονοούμενο.
ε) πριν από μια λέξη για να γίνει μια μικρή παύση
της ομιλίας και να δοθεί έμφαση σε αυτή.
στ) για να δηλωθεί πως ένα τμήμα από αυτό που παρατίθεται
παραλείπεται (στις περιπτώσεις αυτές τα αποσιωπητικά τοποθετούνται μέσα σε
αγκύλες).
ζ) σε ορισμένες περιπτώσεις, και μετά από θαυμαστικό ή
ερωτηματικό, για να δείξουμε ένα σταμάτημα στην ομιλία.
η) και στην περίπτωση της δισταχτικής
ομιλίας, χωρίς να αποσιωπούμε τίποτα, προκειμένου να τονίσουμε όσα θα
ακολουθήσουν.
Διπλή τελεία (ή άνω-κάτω τελεία, ή άνω-κάτω στιγμή, ή δίστιγμο ή δύο
τελείες) (:)
παυστικό σημείο στίξης: προσωρινή παύση της φωνής.
Τοποθετείται:
α) για να παρατεθεί ένα σύνολο-κατάλογο στοιχείων.
β) για να παρατεθεί κατά λέξη σε ευθύ λόγο κάτι που είπε κάποιος ή είναι
παράθεμα από ξένο κείμενο ή απόφθεγμα ή παροιμία.
γ) για να συνδεθούν δύο προτάσεις, από τις οποίες η δεύτερη επεξηγεί ή
είναι αποτέλεσμα της πρώτης.
Παρένθεση (( ))
κυρίως σχολιαστικό
σημείο στίξης.
Τοποθετείται κυρίως για να περικλείσουμε,
απομονώσουμε και να παραθέσουμε:
1) κάποιο δευτερεύον, πρόσθετο στοιχείο που θα μπορούσε να
παραληφθεί.
2) κάποια στοιχεία που επεξηγούν ή συμπληρώνουν τα
λεγόμενα και είναι απαραίτητα για να κατανοήσει ο δέκτης αυτά που
λέμε.
3) παραπομπές, είτε σε συγγραφείς είτε σε συγγράμματα.
4) κάποιο παράδειγμα
5) προσωπική μας άποψη-θέση πάνω σε κάτι ή προσωπικά σχόλια, τα οποία
μπορεί να δηλώνουν π.χ. ειρωνεία, αμφισβήτηση, αγανάκτηση κ.λπ.
Ενωτικό (-)
παυστικό σημείο στίξης.
Τοποθετείται:
α) για να δηλωθεί η ένωση στοιχείων.
β) για να δηλωθεί διάζευξη («ή»).
γ) για να συνδεθούν δύο ονόματα.
δ) για να ενωθούν στοιχεία της ίδιας κατηγορίας.
ε) για να δηλωθεί το χρονικό διάστημα.
στ) για αλλαγή του συνομιλητή σ' ένα γραπτό κείμενο διαλόγου όταν
δεν χρησιμοποιούνται εισαγωγικά.
ζ) για να φανεί μεγαλύτερη η αντίθεση των προηγούμενων με τα ακόλουθα.
Η παύλα είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί στο τέλος μιας παραγράφου, αμέσως
μετά την τελεία, δηλώνοντας ότι έχει ολοκληρωθεί ένα θέμα, μια νοηματική
ενότητα.
Διπλή παύλα (- -)
παυστικό (ανακόπτει προσωρινά το ρυθμό και τον τόνο του λόγου) και
σχολιαστικό σημείο στίξης.
Τοποθετείται για να κλείσουμε μέσα
τους μια φράση ή μέρος αυτής, η οποία επεξηγεί αυτό που λέγεται, συνήθως υπό τη
μορφή παραδείγματος, ή δίνει κάποιες πρόσθετες πληροφορίες, στις οποίες
απαιτείται η προσοχή μας. Η διπλή παύλα δεν υποβιβάζει την αξία όσων
περικλείει, απλώς την αποδίδει με πιο χαμηλή φωνή και με ήπιο τρόπο.
Πλάγια γραμμή (/)
παυστικό σημείο στίξης.
Τοποθετείται κυρίως για να δηλωθεί διάζευξη («ή»).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου